Γράφει ο Γιάννης Μακριδάκης
Σήμερα πήγα από το πρωί σε ένα κοντινό χωριό, όπου κάποιοι φίλοι ήθελαν να κάνουμε μια σπορά σε ένα μικρό χωράφι τους. Ξεκινήσαμε κατά τις 11 το πρωί να φτιάχνουμε σαμάρια, κατόπιν κοσκινίσαμε αργιλόχωμα, κάναμε σβώλους και τους αφήσαμε να ξεραθούν για τους σπείρουν τα παιδιά αύριο.
Μας πήρε 4 γεμάτες ώρες αυτή η εργασία και περί ώρα 3 το μεσημέρι φτιάξαμε την σαλάτα μας με όλα τα διάφορα λαχανικά και πρασινικά που μαζέψαμε από το χωράφι. Μόλις η βαθιά γαβάθα με την σαλάτα πήρε την θέση της στο τραπέζι και ετοιμαστήκαμε να καθίσουμε κι εμείς γύρω της, να σου και μπαίνει μέσα ένας θείος της φίλης, τον οποίον είχα ξαναδεί το καλοκαίρι όταν ήρθε στο σεμινάριο φυσικής καλλιέργειας που οργάνωσα στα πλαίσια του Απλεπιστημίου στην Βολισσό.
Τότε, μου είχε ζητήσει σπόρους από ντομάτα και του έδωσα μερικούς, εφιστώντας του την προσοχή και δείχνοντάς του ότι δεν έχω πολλούς διότι πάθαμε ζημιά με τις ντομάτες φέτος. Τους πήρε και την επόμενη μέρα ξανάρθε και μου είπε ότι τους ξέχασε μέσα στην τσέπη της φόρμας του, την οποίαν έβαλε στο πλυντήριο… Ομολογώ ότι τον διέγραψα επιτόπου, αν και είχε δηλώσει την διαθεσιμότητα να κάνει την επόμενη χρονιά μάθημα καλαθοπλεκτικής στους Απλεπιστημιακούς που θα έρθουν.
Σήμερα, τον ξαναείδα λοιπόν την ώρα που ετοιμαζόμασταν να φάμε.
Μόλις μπήκε στην αυλή που καθόμασταν, με είδε, κάτι έλεγα για το χθεσινό αποτρόπαιο συμβάν, και μου λέει: “όλοι χρυσή αυγή θα ψηφίσουμε, είδες, τόσον καιρό που ήταν έξω και γυρίζανε τα παλικάρια με τις μαύρες μπλούζες που γράφουνε χρυσή αυγή, δεν τολμούσαν οι κουκουλοφόροι αναρχικοί να κουνήσουνε ρούπι, τρυπωμένοι ήτανε, τώρα που τους βάλανε φυλακή, βγήκανε πάλι οι κουκουλοφόροι και αλωνίζουνε, σκοτώσανε και δυο παλικάρια εχτές”.
Προσπάθησα να κρατήσω την ψυχραιμία μου, ήμουν και σε ξένο σπίτι, του λέω πες ότι κάνεις πλάκα, ότι δεν τα εννοείς αυτά που λες. Δεν κάνω καθόλου πλάκα, μου απαντά, χρυσή αυγή, αυτή είναι η λύση, όχι, θα αφήσουμε τους αναρχικούς να βγαίνουνε με τις κουκούλες να καίνε κάδους και να τους πληρώνω ύστερα εγώ, τέτοια έλεγε.
Παραδόξως, ίσως μάλλον επειδή κάνω φυσική διατροφή, κράτησα ακόμη κι άλλο την ψυχραιμία μου και πήγα να του εξηγήσω την πλάνη του, να του πω για προβοκάτσιες, για παρακράτος, για το ότι είναι θύμα της προπαγάνδας και των καναλιών, έσπευσαν να βοηθήσουν και οι φίλοι που ήταν εκεί αλλά αυτός δεν άκουγε τίποτα, μόνο φώναζε, οπότε σηκώθηκα να φύγω, σούρνωντάς του μερικά σχολιανά βεβαίως, με το κυριότερο, άει να χαθείς ρε γελοίε χιτλερικέ, που γεννήθηκες μέσα στην κατοχή αλλά στα γεράματα κατάντησες ναζιστής, για να καταστρέψεις τα εγγόνια σου και τα παιδιά των αλλονών ανθρώπων, δεν έχω θέση εγώ εδώ όσο είσαι εσύ, κι έφυγα αφρίζοντας, το παραδέχομαι.
Αυτό που παρατήρησα είναι ότι ενώ ήτανε περήφανος και αμετανόητος χρυσαυγίτης και το διαφήμιζε με τόση θέρμη και έπαρση, μόλις τον αποκαλούσα ναζιστή, αμυνόταν φωνάζοντας δεν είμαι ναζιστής εγώ, σου είπα εγώ ότι είμαι ναζιστής; σου είπα εγώ ότι θα τους ψηφίσω; πρέπει να τους ψηφίσουμε είπα, όχι ότι τους ψήφισα, και τέτοιες παπαρολογίες
Ντρέπονται κατά βάθος τα μιάσματα, οι μικροαστοί νοικοκυραίοι πρώην πασόκοι και νεοδημοκράτες, κομματικοί πελάτες που καταστρέψανε την Ελλάδα και σαν να μην έφτανε αυτό γίνανε κατόπιν και ναζί, βγάλανε το φίδι από την τρύπα του, για να δαγκώσει τα παιδιά και τα εγγόνια τους.
Ζήσανε αυτοί, να μην ζήσει κανένας άλλος.
Κάθε σόφρωνας πολίτης τέτοιου είδους αντιμετώπιση πρέπει να τους επιφυλάσσει. Να τους αποκαλούμε χιτλερικούς, ναζιστές και να αποχωρούμε από εκεί που βρίσκονται, να τους περιθωριοποιούμε, να τους κάνουμε να νιώθουν παρείσακτοι, σκουπίδια της κοινωνίας, είτε αυτοί είναι αδερφοί μας, είτε συγγενείς μας, είτε η μάνα μας η ίδια.
Αλλος δρόμος δεν υπάρχει
Πηγή: http://parallhlografos.wordpress.com/2013/11/04/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου